- ἀκεραιότης
- ἀκεραιότηςfreshnessfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀκεραιότητα — ἀκεραιότης freshness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκεραιότητας — ἀκεραιότης freshness fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκεραιότητι — ἀκεραιότης freshness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκεραιότητος — ἀκεραιότης freshness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακεραιότητα — Η ολότητα, η πληρότητα· επίσης, μεταφορικά, η εντιμότητα του χαρακτήρα. (Νομ.) Η σωματική α. του ατόμου προστατεύεται από τον αστικό και ποινικό νόμο. Περιέχεται στο δικαίωμα επί της ιδίας προσωπικότητας και σε περίπτωση βλάβης του σώματος ή της… … Dictionary of Greek
ακέραιος — Ολόκληρος, πλήρης, ανέπαφος, σώος· ανόθευτος, άδολος, τίμιος. (Μαθημ.) Α. αριθμός. Οι α. θετικοί ή φυσικοί αριθμοί αποτελούν ένα από τα θεμέλια της μαθηματικής επιστήμης και πρέπει να θεωρούνται προμαθηματικές έννοιες που έχουν αποκτηθεί από… … Dictionary of Greek
ՄԻԱՄՏՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0268 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 12c գ. ἁκεραιότης, ἁκεραιοσύνη, ἀπλότης , ἁφελότης sinceritas, simplicitas, integritas εὑγνωμοσύνη gratus animus ὀμόνοια concordia. Միամիտն գոլ (ըստ ամենայն նշ). պարզմտութիւն.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ВАРСОНОФИЙ ВЕЛИКИЙ — Прп. Варсонофий Великий. Икона XX в. Прп. Варсонофий Великий. Икона XX в. [Варсануфий; греч. Βαρσανούφιος] († сер. VI в.), прп. (пам. 6 февр., пам. зап. 11 апр.), подвижник, аскетический писатель. Происходил из Египта. Согласно Д. Читти, имя… … Православная энциклопедия